- υπομνηματογράφος
- ο1. αυτός που γράφει υπομνήματα (βλ. λ.).2. ο υπομνηματιστής (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπομνηματογράφος — ο / ὑπομνηματογράφος, ΝΜΑ νεοελλ. υπομνηματιστής, σχολιαστής νεοελλ. μσν. 1. (στο Βυζ.) αξιωματούχος σε διάφορες υπηρεσίες τής Κωνσταντινούπολης και τών επαρχιών, που είχε ως καθήκον να εκτελεί τη γραφική εργασία τών υπηρεσιών αυτών αλλά και την… … Dictionary of Greek
ὑπομνηματογράφοις — ὑπομνηματόγραφος memoir writers masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνηματογράφου — ὑπομνηματόγραφος memoir writers masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνηματογράφους — ὑπομνηματόγραφος memoir writers masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνηματογράφων — ὑπομνηματόγραφος memoir writers masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνηματογράφῳ — ὑπομνηματόγραφος memoir writers masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
памятописец — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. ὑπομνηματόγραφος) канцлер, хранитель просьб,… … Словарь церковнославянского языка
μνημοδόχος — μνημοδόχος, ὁ (Α) υπομνηματογράφος ή υπομνηματοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνήμη + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόχος] … Dictionary of Greek
υπομνηματογραφείον — τὸ, Α [ὑπομνηματογράφος] το γραφείο τού υπομνηματογράφου … Dictionary of Greek
υπομνηματογραφώ — έω, Α [ὑπομνηματογράφος] 1. ασκώ το έργο τού υπομνηματογράφου 2. αναγράφω λεπτομερώς 3. γράφω αναφορά για ένα θέμα 4. μέσ. ὑπομνηματογραφοῡμαι, έομαι (αποθ.) γράφω υπόμνημα … Dictionary of Greek